τληπάθεια

τληπάθεια
ἡ, ΜΑ [τληπαθής]
ταλαιπωρία, κακοπάθεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τληπαθεία — τληπαθείᾱ , τληπάθεια patience fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τληπαθείᾳ — τληπαθείᾱͅ , τληπάθεια patience fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τληπάθεια — patience fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τληπαθείας — τληπαθείᾱς , τληπάθεια patience fem acc pl τληπαθείᾱς , τληπάθεια patience fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τληπαθειῶν — τληπάθεια patience fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τληπαθείαις — τληπάθεια patience fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τληπάθειαι — τληπάθεια patience fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τληπάθειαν — τληπάθεια patience fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”